αστηλίτευτος

αστηλίτευτος
-η, -ο (Α ἀστηλίτευτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει στηλιτευθεί, που δεν έχει κατηγορηθεί δημόσια με σκληρότητα
αρχ.
εκείνος του οποίου το όνομα δεν έχει αναγραφεί σε επιτύμβια στήλη, ο αμνημόνευτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αστηλίτευτος — η, ο αυτός που δε στηλιτεύτηκε, αυτός που δεν κατηγορήθηκε ή δε στιγματίστηκε δημόσια: Η επαίσχυντη διαγωγή του στη διάρκεια της εχθρικής κατοχής είχε μείνει αστηλίτευτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”